Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2014

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΙΣ ΑΞΙΕΣ ΤΟΥ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΜΟΥ: Συμβολή στη συζήτηση για την επανεκκίνηση των συνδικάτων . του Γιάννη Κουζή



Το κείμενο  που ακολουθεί επιχειρεί να επισημάνει τους βασικούς άξονες πάνω στους οποίους θα μπορούσε να στηριχθεί η επιστροφή των συνδικάτων στο προσκήνιο των κοινωνικών διεργασιών και παρεμβάσεων. Στην ουσία αναφέρεται στην ανάγκη για  την επιστροφή σε αξίες που γέννησαν τη συνδικαλιστική ιδέα ως ηρωικό στοιχείο, προσαρμοσμένες στη σύγχρονη πραγματικότητα.
Οι αξίες αυτές  που διέπουν διαχρονικά την έννοια του συνδικαλισμού σε μεγάλο βαθμό σήμερα έχουν απεμποληθεί με δράστη το ίδιο το συνδικαλιστικό υποκείμενο οδηγώντας τη συλλογική έκφραση της εργασίας σε υψηλή απαξίωση υποβοηθώντας το νεοφιλελεύθερο στόχο της ατομικής περιχαράκωσης και των ατομικών λύσεων.
 Χωρίς να υποτιμώνται οι εξωτερικοί παράγοντες που σε παγκόσμια κλίμακα έχουν σημαντικά επιδράσει στην αποδυνάμωση των συνδικάτων κατά την τελευταία 25ετία, θα πρέπει να επισημανθεί ότι μια σειρά από υποκειμενικούς, εσωτερικούς παράγοντες που παραπέμπουν στην ίδια τη στάση , σε πράξεις και παραλείψεις του ίδιου του συνδικαλιστικού κινήματος έχουν οδηγήσει στην αρνητική αυτή εξέλιξη με οδυνηρές συνέπειες για τον κόσμο της μισθωτής εργασίας. Στο πλαίσιο λοιπόν, της αναζήτησης όρων για την επάνοδο των συνδικάτων είναι πάντα χρήσιμη η εκ των προτέρων επισήμανση των βασικών χαρακτηριστικών και των παθογενειών που διέπουν το ελληνικό συνδικαλιστικό κίνημα ώστε η επισήμανση αυτή να συμβάλει στην καλλίτερη γνώση της πραγματικότητας, εργαλείο για την αποτελεσματικότερη άσκηση πολιτικών και παρεμβάσεων που οδηγούν στην επιδιωκόμενη επανεκκίνηση.                                                                       
Α. Χαρακτηριστικά και παθογένειες του ελληνικού συνδικαλιστικού κινήματος: Άξονες προβληματισμού 
1.Το ελληνικό συνδικαλιστικό κίνημα παρουσιάζει χαμηλή συνδικαλιστική πυκνότητα(26%),στοιχείο που σε συνδυασμό με το χαμηλότερο δείκτη μισθωτής εργασίας στην ΕΕ(64%)περιορίζει το ειδικό βάρος του συνδικαλισμού στην Ελλάδα σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες με αντίστοιχα ποσοστά συνδικαλισμού αλλά και με υψηλότερη παρουσία της μισθωτής απασχόλησης(ΜΟ ΕΕ 85%). Παρά το γεγονός ότι το ειδικό βάρος των συνδικάτων δεν περιορίζεται στην ποσοτική αλλά περιλαμβάνει και την ποιοτική διάσταση, και με την αναμενόμενη αύξηση του ποσοστού της μισθωτής εργασίας ,από τη βίαια συντελούμενη συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου κατά την περίοδο της κρίσης που εξαφανίζει μεγάλα τμήματα αυτοαπασχολούμενων και μικρών εργοδοτών, προμηνύεται σημαντική αύξηση του ποσοστού των μισθωτών σε ένα μελλοντικό στάδιο επιστροφής σε όρους οικονομικής μεγέθυνσης. Υπό αυτούς τους όρους αλλάζει και το ειδικό βάρος των μισθωτών στη χώρα που ενισχύεται περαιτέρω από την δημιουργία όρων ενίσχυσης της συλλογικής τους έκφρασης.
2. Η σημαντική μείωση της πυκνότητας, κατά 16 μονάδες σε διάστημα μιας 25ετίας(από το 42% στο 26%), παρά το γεγονός ότι ο συνολικός αριθμός των συνδικαλισμένων παραμένει περίπου ο ίδιος(750 χιλιάδες),αναδεικνύει το πρόβλημα της μη παρακολούθησης από τα συνδικάτα των ρυθμών αύξησης της μισθωτής εργασίας, που σε 30 χρόνια επεκτάθηκε από το 47% στο 64%. Ιδιαίτερα σημαντικό είναι το έλλειμμα εκπροσώπησης στα νέα κοιτάσματα της μισθωτής εργασίας(γυναίκες, νέοι, ευέλικτοι, μετανάστες, δυναμικά μισθωτά στρώματα), διαπίστωση που επιβάλλει την αναγκαιότητα προσανατολισμού. Η στροφή και σε αυτές τις κατηγορίες εργαζομένων με σχετικές θεσμικές παρεμβάσεις και με ειδικά σχέδια προσέλκυσής τους αποτελεί αναγκαία συνθήκη.
3. Η έντονα άνιση κατανομή των συνδικαλισμένων μελών μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα αποτελεί ένα χαρακτηριστικό από τη στιγμή που το 55% περίπου των μελών των συνδικάτων απασχολείται στο Δημόσιο. Ειδικότερα, η συνδικαλιστική πυκνότητα στον δημόσιο τομέα κυμαίνεται στο 65% την ίδια στιγμή που στον ιδιωτικό τομέα δεν υπερβαίνει το 15%. Η συντελούμενη μείωση της απασχόλησης στον δημόσιο τομέα παράλληλα με το σχεδιαζόμενο κύμα των ιδιωτικοποιήσεων εγκυμονεί σημαντικά και στρατηγικά πλήγματα  για το σύνολο του συνδικαλιστικού κινήματος. Οι εξελίξεις αυτές απαιτούν την αναγκαιότητα σχεδιασμού ανάπτυξης της συνδικαλιστικής δράσης  στον ιδιωτικό τομέα με ειδικές παρεμβάσεις για την ενίσχυση του συνδικαλισμού στις ιδιωτικές επιχειρήσεις όπου θεσμοί  συλλογικής εκπροσώπησης(σωματεία, συμβούλια εργαζομένων) καταγράφονται μόνο στο 2% του συνόλου τους, καθιερώνοντας και ειδικές ρυθμίσεις για την δημιουργία μορφών συνδικαλιστικής εκπροσώπησης στις ΜΜΕ και αναζητώντας εναλλακτικές λύσεις απέναντι στην ελεγχόμενη από την εργοδοσία πρακτική των ενώσεων προσώπων.
4.Η διαφορετική οργανωτική έκφραση με βάση το εργασιακό καθεστώς(ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ για τους εργαζόμενους ιδιωτικού και δημοσίου δικαίου αντίστοιχα), που παραπέμπει σε κρατική παρέμβαση από το 1920 έχει πλήρως ξεπερασθεί όταν στο στενό δημόσιο τομέα ευδοκιμούν όλες οι μορφές εργασίας που συναντώνται στην ιδιωτική σφαίρα της οικονομίας. Οι εξελίξεις αυτές ενισχύουν τα επιχειρήματα για την οργανωτική ενότητα του συνδικαλιστικού κινήματος με τη συνένωση των δύο συνομοσπονδιών.
5. Ο οργανωτικός πολυκερματισμός με τα 3.500 πρωτοβάθμια σωματεία και τις 200 δευτεροβάθμιες οργανώσεις συνιστούν παθογένεια με σημαντικές επιπτώσεις στην ενότητα δράσης, στον συντονισμό  και στην αποτελεσματικότητα των συνδικάτων. ΟΙ συγχωνεύσεις  70 ομοσπονδιών  και των 75 εργατικών κέντρων ανά κλάδο οικονομικής δραστηριότητας και νομό αποτελούν αναγκαιότητα που έχει επισημανθεί από το 1990 σε 2 οργανωτικά συνέδρια της ΓΣΕΕ. Ωστόσο η επισήμανση αυτή δεν έχει συνοδευθεί από τα αναγκαία μέτρα που θα ενισχύσουν την αποτελεσματικότητα των συνδικάτων δίνοντας τέρμα στον πολυκερματισμό κλάδων με το φαινόμενο των 12 ομοσπονδιών σε επίπεδο ενός κλάδου που υπογράφουν 17 ξεχωριστές συλλογικές συμβάσεις.
6. Η ενιαία οργανωτικά έκφραση που μεταφράζεται με τη συνύπαρξη όλων των ιδεολογικών τάσεων στην ίδια συνδικαλιστική δομή(ΓΣΕΕ ή ΑΔΕΔΥ)έχει τυπικό χαρακτήρα από τη στιγμή που το συνδικαλιστικό κίνημα στην Ελλάδα είναι ουσιαστικά διασπασμένο. Από τη μία πλευρά ακραίες εκδηλώσεις ουσιαστικής διάσπασης από συνδικαλιστικές δυνάμεις, αλλά και από την άλλη η εν γένει λειτουργία των παρατάξεων ως συνδικάτα μέσα στα συνδικάτα ακυρώνουν την ουσία της ενιαίας δράσης που απαιτεί την αναζήτηση συνθέσεων από τη στιγμή που έχει επιλεγεί η ενιαία οργανωτική έκφραση αντί του οργανωτικού πλουραλισμού με τις πολλές κεντρικές οργανώσεις που συναντάται σε άλλες χώρες. Ο ρόλος των παρατάξεων που στην Ελλάδα παρουσιάζουν την πρωτοτυπία της απόλυτης αντιστοίχισης των υπαρχόντων πολιτικών κομμάτων με αυτές , με την κάθετη οργανωτική δομή που τις χαρακτηρίζει, συνδέεται με τη ουσιαστική λειτουργία κομματικών μηχανισμών στους κόλπους των συνδικάτων και δεν αντικατοπτρίζουν σήμερα τα διαφορετικά ιδεολογικά ρεύματα που αναπτύσσονται στο εσωτερικό τους . Επιπλέον δεν συμβαδίζουν με το ιδεολογικό στίγμα των παρατάξεων όταν μάλιστα καταγράφονται ιδεολογικές τάσεις που διαπερνούν οριζόντια τις υπάρχουσες συνδικαλιστικές παρατάξεις. Στις μέρες το πλήγμα που έχει δεχθεί ο παραδοσιακός δικομματισμός της τελευταίας 30ετίας συμπαρασύρει τις εξελίξεις στο συνδικαλιστικό κίνημα και δημιουργεί νέα δεδομένα με αναδιάταξη των συνδικαλιστικών δυνάμεων.
Αντικείμενο προβληματισμού πρέπει να αποτελέσει ο ρόλος των παρατάξεων ως κομματικών μηχανισμών στους εργασιακούς χώρους ή ως αναγκαίων ιδεολογικών ρευμάτων που, επιλέγοντας την μεταξύ τους οργανωτική συνύπαρξη , προωθούν  στην πράξη την ενότητα και την κοινή δράση. 
7.Το έλλειμμα αυτονομίας απέναντι σε εξωγενείς παράγοντες(κράτος, κόμματα, εργοδότες) παραπέμπει στην παραβίαση της οργανωτικής και λειτουργικής αυτονομίας και αυτοτέλειας που αντιπαρατάσσει την απαίτηση, τουλάχιστον από τα πολιτικά κόμματα, για την  ουσιαστική αναγνώριση της αυτονομίας των συνδικάτων χωρίς   άμεσες και έμμεσες  εξωτερικές παρεμβάσεις, και τον σεβασμό της λειτουργίας των συνδικαλιστικών οργάνων χωρίς τυπικές και ουσιαστικές κυρώσεις απέναντι στην άσκηση αυτόνομης συνδικαλιστικής δράσης που δεν υποκρύπτει προφανή ιδιοτελή κίνητρα. Στο ίδιο πλαίσιο θα πρέπει να εξετασθεί η συνύπαρξη της ιδιότητας του συνδικαλιστικού στελέχους με εκείνη του ανώτατου  κομματικού στελέχους, και κυρίως με την  ιδιότητα του μέλους κομματικού εκτελεστικού οργάνου.
8. Ο κρατικός παρεμβατισμός στην οργάνωση και στη λειτουργία των συνδικάτων διατηρείται με τη σωματειακή τους μορφή και τους όρους που τη διέπουν παράλληλα με την υποχρέωση συμμόρφωσή τους στο πλαίσιο των σχετικών, και συχνά ασφυκτικών, νομοθετικών περιορισμών. Με αυτό τον τρόπο περιορίζεται η αυτονομία των συνδικάτων στον καθορισμό των όρων  σύστασης και λειτουργίας τους, ενώ οι περιοριστικοί όροι που θέτει ο νόμος, των οποίων την άρση δεν διεκδίκησαν ουσιαστικά τα συνδικάτα, θέτουν περιορισμούς στη σύνθεση των μελών τους, αποκλείουν τη δυνατότητα άμεσης συνδικαλιστικής εκπροσώπησης από το 98% των επιχειρήσεων του ιδιωτικού τομέα και περιορίζουν το εύρος της οργανωτικής τους διάρθρωσης. Το έλλειμμα αυτό αξιοποιήθηκε πρόσφατα από τις μνημονιακές δυνάμεις με τη δημιουργία των ενώσεων προσώπων, μιας καρικατούρας συλλογικότητας, προκειμένου να συναινέσουν σε εργασιακές απορρυθμίσεις.
Εκτός από την ανάγκη προβληματισμού σχετικά με το σωματειακό χαρακτήρα των συνδικάτων επιβάλλεται σήμερα η αναμόρφωση του Ν. 1264/82 ώστε να προσαρμόζεται στις σύγχρονες ανάγκες του συνδικαλιστικού κινήματος(διεύρυνση της σύνθεσης των μελών, εκπροσώπηση στις ΜΜΕ, τοπική οργανωτική δομή).
9. Η υποβάθμιση του ρόλου της συνδικαλιστικής συνδρομής και η επανάπαυση στη χρηματοδότηση των συνδικάτων του ιδιωτικού τομέα από την Οργανισμό Εργατικής Εστίας όχι μόνο διαιωνίζει την οικονομική εξάρτηση του συνδικαλιστικού κινήματος  με τις παρενέργειές της και το καθιστά έρμαιο των εκάστοτε κυβερνητικών εκβιασμών, αλλά στερώντας την απευθείας  στήριξη των συνδικάτων από τα μέλη περιορίζει και τον κινηματικό χαρακτήρα τους. Επιπλέον  η έλλειψη οικονομικής αυτοδυναμίας σε συνδυασμό με τη μη αναζήτηση πρόσθετων και αυτοδύναμων πόρων επιδρά αρνητικά και στην αποτελεσματικότητα της οργάνωσης των συνδικαλιστικών διεκδικήσεων.
 Η ενίσχυση της προβληματικής για την άντληση αυτόνομων οικονομικών  πόρων και η απεξάρτηση από την Εργατική Εστία αποτελεί επιτακτικό ζητούμενο, ιδιαίτερα μάλιστα όταν ο θεσμός αυτός καταργείται από τους μνημονιακούς νόμους και τα σχετικά κονδύλια περιορίζονται ενισχύοντας τις απειλές σε βάρος της οικονομικής επιβίωσης των συνδικάτων.
10. Η ένταξη συναινετικών στοιχείων στην διαχρονική συγκρουσιακή λογική των ελληνικών συνδικάτων από τη δεκαετία του ’90 και εντεύθεν, οδηγεί τα συνδικάτα στην αποδοχή της ατζέντας του κεφαλαίου που αναζητεί μέσα από τον προσχηματικό κοινωνικό διάλογο στην υφαρπαγή συναινέσεων υπό την αιγίδα της κρατικής εξουσίας που μετατρέπεται ουσιαστικά ως εντολοδόχος των επιταγών του νεοφιλελευθερισμού.
Η ανάδειξη του ουσιαστικού περιεχομένου της ατζέντας του νεοφιλελευθερισμού αποτελεί βασικό επιβοηθητικό στοιχείο για την αντιμετώπιση του στόχου της ενσωμάτωσης των συνδικάτων στη λογική του κεφαλαίου.
11.Το έλλειμμα της διεθνοποίησης του προσανατολισμού του ελληνικού συνδικαλιστικού κινήματος  συνιστά μια ακόμη ιδιαιτερότητα που, υποβοηθούμενο από  την συνεχή επίδειξη εσωστρέφειας με τους εσωτερικούς ανταγωνισμούς  και τις έριδες, στερεί από τους έλληνες εργαζόμενους την αναγκαία αλληλεγγύη με τους εργαζόμενους στον ευρωπαϊκό και στον  ευρύτερα διεθνή χώρο.
 Η ενίσχυση των διεθνών ανταλλαγών  κυρίως με συνδικάτα που διέπονται από αντίστοιχο προσανατολισμό και η ενεργοποίηση της ανενεργούς  διάταξης  του 1982 για απεργία αλληλεγγύης, ως συμπαράσταση στους απεργούς άλλων χωρών  σε πολυεθνικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται και στην Ελλάδα, συνιστά συμβολή για την υλοποίηση του εν λόγω στόχου σε ένα έντονα διεθνοποιημένο οικονομικό περιβάλλον.
Β. Η επιστροφή σε αξίες και η προσαρμογή τους στις νέες συνθήκες
Οι βασικές αξίες πάνω στις οποίες ιστορικά οικοδομήθηκε και αναπτύχθηκε το συνδικαλιστικό κίνημα είναι επιβεβλημένο να αναζητηθούν στις μέρες μας και να προσαρμοσθούν στα σημερινά δεδομένα όπου η πρωτοφανής επίθεση σε βάρος της εργασίας καθιστά όσο ποτέ άλλοτε αναγκαία την ύπαρξη των συνδικάτων. Η αλλοίωση και η υποχώρηση αυτών των αξιών από μακροχρόνιες πρακτικές  έχουν αποδομήσει, εκ των έσω, την έννοια του συνδικαλισμού, ενισχύοντας τους εξωγενείς παράγοντες που οδηγούν όχι μόνο στην κρίση αλλά και στην απαξίωσή του απέναντι στη συνείδηση μεγάλου μέρους του κόσμου της μισθωτής εργασίας. Οι αξίες αυτές, που η επιστροφή τους προβάλλει σαν αδήριτη ανάγκη, συμπυκνώνονται στα ακόλουθα:
1.Αλληλεγγύη
Η έννοια της αλληλεγγύης απευθύνεται σε όλο το φάσμα της μισθωτής  και οιονεί μισθωτής εργασίας στη βάση της υφιστάμενης καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και ανεξάρτητα από τις επιμέρους κατηγοριοποιήσεις και τους  διαμορφούμενους κοινωνικούς αυτοματισμούς με τις τεχνητές αντιπαραθέσεις ανάμεσα στις επιμέρους κατηγορίες των εργαζομένων. Οι νέες εξελίξεις και η σύγκλιση των διαφορετικών εργασιακών καθεστώτων, με όρους γενικής υποβάθμισης της εργασίας, ενισχύουν σήμερα την έννοια της αλληλεγγύης μετά από μια μακρά περίοδο που ο ατομισμός  αποτελεί κυρίαρχη αξία σε βάρος της συλλογικότητας. Η αλληλεγγύη αφορά σε έμπρακτες εκδηλώσεις ανάμεσα στους εργαζόμενους του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, στους τυπικά και ευέλικτα απασχολούμενους, στους χαμηλά και υψηλότερα αμειβόμενους υπό τον όρο ότι οι τελευταίοι δεν αποτελούν τμήμα της  ανώτατης διευθυντικής ιεραρχίας, στους νέους και στους παλιούς εργαζόμενους, στους άνδρες και τις γυναίκες, στους απασχολούμενους και στους άνεργους, στους γηγενείς και στους μετανάστες.
Η αλληλεγγύη, ιδιαίτερα στην εποχή της έντασης της διεθνοποίησης των παρεμβάσεων του κεφαλαίου, πρέπει να εκδηλώνεται και με όρους διεθνισμού, όχι μόνο ευρωπαϊκού, για μια νέα διεθνή της εργασίας. Ο διεθνοποιημένος προσανατολισμός και η  επεξεργασία όρων διεθνοποίησης με νέους όρους, σε διακριτό ρόλο από τη διεθνή συνδικαλιστική γραφειοκρατία, αποτελεί  σύγχρονο ζητούμενο.
Τέλος, εκτός από την εργατική αλληλεγγύη απαιτείται η  εκδήλωση αλληλέγγυων πρακτικών απέναντι σε κοινωνικά κινήματα που βρίσκονται σε παράλληλη και επάλληλη σχέση με τα συμφέροντα της μισθωτής εργασίας και της κοινωνίας γενικότερα, τη στιγμή που η μισθωτή εργασία αυξάνει συνεχώς ποσοτικά και ποιοτικά την παρουσία της στο κοινωνικό σώμα. Το περιεχόμενο αυτής της αλληλεγγύης δεν πρέπει να περιορίζεται σε πρακτικές απλής υπεράσπισης κοινωνικών δικαιωμάτων,  αλλά να επεκτείνεται σε όρους ενεργοποίησης των δυνάμεων της κοινωνίας αντί  επιλογών που εγκλωβίζονται σε πρακτικές φιλανθρωπίας που διαιωνίζουν την παθητικότητα των αποδεκτών της αλληλεγγύης.
2.Ενότητα
H αξία της συνδικαλιστικής ενότητας κατ’ αρχήν προϋποθέτει την ενότητα όλων των κατηγοριών της μισθωτής εργασίας στη βάση της κοινότητας των συμφερόντων απέναντι στην καπιταλιστική εκμετάλλευση.
 Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η οργανωτική ενότητα ανεξάρτητα από το καθεστώς εργασίας αλλά και τις ιδεολογικές διαφορές. Στην περίπτωση της οργανωτικής δομής η διάκριση μεταξύ των δημοσίων υπαλλήλων και των μισθωτών με σχέση ιδιωτικού δικαίου είναι ξεπερασμένη όχι μόνο ιδεολογικοπολιτικά, αλλά και από την πορεία των εξελίξεων με τις ασκούμενες πολιτικές σύγκλισης των όρων εργασίας ανάμεσα στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα σε μια κατεύθυνση γενικότερης υποβάθμισης της εργασίας. Μια τέτοια προοπτική ενισχύεται και από την προ πολλού συνύπαρξη πολλαπλών εργασιακών καθεστώτων στον δημόσιο τομέα. Είναι χαρακτηριστικό, άλλωστε, ότι τα περί 45 σενάρια ευελιξίας των εργασιακών σχέσεων που έχουν καταγραφεί στην ελληνική αγορά εργασίας,  αν και συνήθως έχουν την αφετηρία τους σε πρακτικές των ιδιωτικών επιχειρήσεων , επεκτείνονται με εντατικούς ρυθμούς και στον δημόσιο τομέα ο οποίος ταυτόχρονα σε σημαντικό του μέρος οδεύει  προς ιδιωτικοποίηση.
Επιπλέον η οργανωτική ενότητα απαιτεί την αντιμετώπιση του φαινομένου του πολυκερματισμού των συνδικαλιστικών οργανώσεων στη βάση των πραγματικής έννοιας του κλάδου δραστηριότητας και όχι με βάση τις αυθαίρετες  και ευκαιριακές επιλογές, τις παραταξιακές και προσωπικές σκοπιμότητες. Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται και η αντιμετώπιση του οργανωτικού και διασπαστικού πολυκερματισμού με την πληθώρα, κυρίως, δευτεροβάθμιων αλλά και πρωτοβάθμιων σωματείων. Οι προβληματισμοί αυτοί αν και έχουν υιοθετηθεί από το επίσημο συνδικαλιστικό κίνημα και έχουν οδηγήσει σε ομόφωνες αποφάσεις οργανωτικής αναδιάρθρωσης σε δύο οργανωτικά συνέδρια της ΓΣΕΕ  της τελευταίας 20ετίας, δεν έχουν γίνει πράξη αποδεικνύοντας με κραυγαλέο τρόπο ότι τα συνδικάτα δεν πάσχουν τόσο από σωστές αποφάσεις όσο από τη μη έμπρακτη βούληση να θέσουν σε προτεραιότητα  τα συμφέροντα του ίδιου του συνδικαλιστικού κινήματος.
Η οργανωτική ενότητα απαιτεί και όρους λειτουργικής ενότητας ούτως ώστε ένα τυπικά ενιαίο συνδικαλιστικό κίνημα, στη βάση της συνύπαρξης των διαφορετικών ιδεολογικών ρευμάτων στην ίδια οργάνωση, να μην καταλήγει σε ουσιαστική διάσπαση. Σε αυτή την αρνητική εξέλιξη συμβάλλει και ο ρόλος των παρατάξεων με τον τρόπο που λειτουργούν ως κάθετα οργανωμένες δομές και ως «συνδικάτα» μέσα στις συνδικαλιστικές οργανώσεις αντί να περιορίζονται στον ρόλο των ανοικτών ιδεολογικών ρευμάτων μέσα στο συνδικαλιστικό σώμα, χωρίς περιχαρακώσεις. Αντίθετα οι παρατάξεις στην Ελλάδα έχουν απόλυτη αντιστοίχιση με τα υπάρχοντα κόμματα, και όχι με τα υπάρχοντα ιδεολογικά ρεύματα, όταν μάλιστα στα ίδια κόμματα είναι έντονο το φαινόμενο της συνύπαρξης πολλών ιδεολογικών ρευμάτων. Σε σύγκριση μάλιστα με άλλες χώρες, όπου το συνδικαλιστικό κίνημα είναι οργανωτικά διασπασμένο, δεν συναντάται σήμερα η απόλυτη αυτή αντιστοιχία με τα δρώντα πολιτικά κόμματα. Εκεί, δε, που καταγράφεται μια τέτοια αντιστοιχία, αυτή δεν είναι απόλυτη και χαλαρώνει σε μεγάλο βαθμό σε επίπεδο συνδικαλιστικής βάσης.   Η παραταξιοποίηση ως κυρίαρχο φαινόμενο στο ελληνικό συνδικαλιστικό κίνημα συνιστά βασικό παράγοντα επιβουλής της ενότητάς του και σε μεγάλο βαθμό ενισχύεται από την ιδιαίτερη ανάπτυξη του πελατειακού συστήματος που ήταν για 3 δεκαετίες διάχυτο στον δημόσιο τομέα που συσπειρώνει και την πλειοψηφία των συνδικαλισμένων. Ωστόσο το πελατειακό σύστημα, σήμερα, χάνει τα στηρίγματά του στον δημόσιο τομέα, λόγω της δραματικής μείωσής του, αν και δεν λείπουν οι προσπάθειες αναζήτησης εναλλακτικών λύσεων για την επιβίωσή του από τις σοβαρά υποχωρούσες, σε δύναμη, κυβερνητικές παρατάξεις που συνδέθηκαν με τον πάλαι ποτέ δικομματισμό. Παρόλα αυτά σε πολλούς εργασιακούς χώρους οι νέες εξελίξεις ευνοούν την απελευθέρωση από τα πελατειακά παραταξιακά δεσμά, στοιχείο που δημιουργεί νέα δεδομένα και που είναι αξιοποιήσιμο από συνεπείς συνδικαλιστικές δυνάμεις.
 3.Αυτονομία
Η αυτονομία απαιτεί μια γνήσια συνδικαλιστική κουλτούρα που λειτουργεί με όρους ιδεολογικά αυτόνομους απέναντι στην εργοδοσία και στο κράτος, Παράλληλα θα πρέπει να εγκαθιδρύονται όροι οργανωτικής και λειτουργικής αυτονομίας  και απέναντι στα πολιτικά κόμματα. Αυτό καταρχήν συνεπάγεται τον σεβασμό της αυτονομίας του συνδικάτου από τα κόμματα που οφείλουν να απέχουν από την άμεση ή έμμεση εμπλοκή τους στην εσωτερική ζωή των συνδικάτων. Αυτό δεν σημαίνει αποϊδεολογικοποίηση των συνδικάτων αφού τα συνδικάτα είναι ανοικτά στην διακίνηση ιδεών και στον πολιτικό λόγο που εκπέμπουν τα πολιτικά κόμματα. Ταυτόχρονα τα συνδικαλιστικά στελέχη διατηρούν και μεταφέρουν την ιδεολογία τους στο  συνδικάτο ενώ παράλληλα μεταφέρουν την εικόνα της εργασιακής και κοινωνικής πραγματικότητας στο πολιτικό κόμμα. Ωστόσο η διαχείριση των συνδικαλιστικών θεμάτων δεν πρέπει  να υπόκεινται σε κομματικούς ελέγχους και κυρώσεις, ενώ οι αποφάσεις  θα πρέπει να λαμβάνονται ουσιαστικά, και όχι τυπικά, στα συνδικαλιστικά όργανα. Αυτό προφανώς ισχύει και για συνδικαλιστές που ανήκουν σε κόμματα που διακηρύσσουν ότι προωθούν τα συμφέροντα της εργατικής τάξης , θέση που αποδεικνύεται στην πράξη και δεν είναι απόρροια διακηρύξεων,  και όταν μάλιστα δεν υπάρχει  κομματικός χώρος που να μην διατείνεται ότι υπερασπίζεται τα συμφέροντα της εργασίας.
Στο πλαίσιο αυτό και σε μια περίοδο που η αναξιοπιστία των συνδικάτων είναι στο υψηλότερο ιστορικά σημείο, και η κομματικοποίησή τους συνιστά βασικό παράγοντα αυτής της εξέλιξης, η θέσπιση ασυμβίβαστου ανάμεσα στην ιδιότητα του υψηλόβαθμου κομματικού και συνδικαλιστικού στελέχους θα πρέπει να μελετηθεί. Η αρχή  αυτή μπορεί να ισχύει για τα κομματικά στελέχη που ανήκουν σε ανώτατα εκτελεστικά κομματικά όργανα(πχ. πολιτικά γραφεία)που αναλαμβάνουν την υλοποίηση των πολιτικών που αποφασίζονται, ενώ αντίθετα η συμμετοχή τους σε όργανα που διαμορφώνουν πολιτικές (πχ. κεντρικές επιτροπές) μπορεί να κρίνεται επιβεβλημένη για την απαραίτητη  όσμωση μεταξύ κόμματος και κοινωνίας. Βάση του προβληματισμού που αναπτύσσεται είναι ότι ανάμεσα στην συνδικαλιστική και στην κομματική ιδιότητα ο συνδικαλιστής οφείλει να προτάσσει την πρώτη σε περίπτωση που η συνδικαλιστική του συνείδηση έρχεται σε  αντίθεση με τις κομματικές επιλογές.
Για όσα συνδικαλιστικά στελέχη μεταπηδούν σε πολιτικά αξιώματα αποστασιοποιούμενα από τις διακηρυγμένες θέσεις που τα οδήγησαν σε αυτά , θα πρέπει να καθιερωθεί ο θεσμός του πολιτικού τους στιγματισμού από τα ίδια τα συνδικάτα με κανόνες και κριτήρια που θα πρέπει ομόφωνα να θεσπισθούν. Αν και δεν μένει απαρατήρητο ότι στην κυριολεκτική ισοπέδωση των εργασιακών δικαιωμάτων κατά τη μνημονιακή περίοδο έχει συνδράμει, ή και πρωτοστατήσει, σεβαστός αριθμός  πρώην επιφανών συνδικαλιστικών στελεχών, από τη θέση του αρμόδιου υπουργού  και του βουλευτή, δημιουργεί εύλογα ερωτήματα το γεγονός ότι το επίσημο συνδικαλιστικό κίνημα δεν έχει καταδικάσει τα πρόσωπα που προέρχονται από τους κόλπους τους και υιοθετούν τον ενταφιασμό της εργατικής νομοθεσίας.
Στο πεδίο της αυτονομίας σημαίνων είναι ο ρόλος της οικονομικής αυτοδυναμίας των συνδικάτων και η μη εξάρτησή τους από εξωτερικούς παράγοντες και το κράτος, γεγονός που παράγει και διαιωνίζει τις εξαρτήσεις. Τα συνδικάτα πρέπει να στηρίζονται κυρίως στην  συνδρομή των μελών τους που θα πρέπει να είναι ουσιαστική και όχι συμβολική. Αυτό προϋποθέτει όρους αμοιβαίας εμπιστοσύνης και ελέγχου , τροφοδοτεί και ενισχύει  τον κινηματικό χαρακτήρα των συνδικάτων,  και συμβολίζει τη σχέση αμοιβαιότητας  μέλους και οργάνωσης. Παράλληλα μπορεί να αναζητούνται και πρόσθετοι πόροι (πχ. δημιουργία συνεταιρισμών)ενώ θα πρέπει να αποφεύγονται οι συναλλαγές με την κρατική εξουσία για την άντληση κρατικών πόρων με σκοπό την κάλυψη λειτουργικών αναγκών. Η παράμετρος αυτή απαιτεί και την θέσπιση αρχών ως προς τους όρους αναζήτησης πρόσθετων πόρων για την ενίσχυση των οικονομικών των συνδικάτων.

4.Δημοκρατία
Η δημοκρατία συνδέεται με τον σεβασμό της λειτουργίας των συνδικαλιστικών οργάνων. Εκτός από την αυτονόητη αποδοχή ότι οι συνδικαλιστικοί θεσμοί θα πρέπει να λειτουργούν θέτοντας στο περιθώριο τις πρακτικές τυπικής ακύρωσης και περιφρόνησης των θεσμών και των οργάνων, η λειτουργία των οργάνων θα πρέπει να είναι ουσιαστική. Οι αποφάσεις εντός των οργάνων δεν σημαίνει ότι τα όργανα απλώς επικυρώνουν αποφάσεις που έχουν ληφθεί εκτός  αυτών. Το ίδιο συμβαίνει και όταν η απόφαση έχει ληφθεί στην παράταξη, που δεν είναι συνδικαλιστικό όργανο, και με όρους «δημοκρατικού συγκεντρωτισμού» μεταφέρεται στα  καταστατικά συνδικαλιστικά όργανα . Αυτές οι πρακτικές ουσιαστικής υποκατάστασης των συνδικαλιστικών οργάνων αντιστρατεύονται την ουσία της δημοκρατίας και της συνδικαλιστικής δράσης που απαιτούν την ανάγκη προωθητικών συνθέσεων χωρίς εμμονές  περιχαράκωσης. Αντίθετα αν οι ουσιαστικές αποφάσεις λαμβάνονται εκτός οργάνων,  τότε η σύγκληση των οργάνων  και η λειτουργία τους έχουν τυπικό χαρακτήρα  αφού αυτές θα μπορεί και να λαμβάνονται δια της επιστολικής ψήφου και δια της αριθμητικής εκπροσώπησης των ψήφων που κάθε παράταξη διαθέτει.
Η δημοκρατία στα συνδικάτα, τέλος, απαιτεί και την καθιέρωση όρων ουσιαστικού ελέγχου των οργάνων με δικαίωμα άμεσης ανάκλησης των συνδικαλιστικών στελεχών.
5.Μαζικότητα
H μαζικότητα των συνδικάτων στηρίζεται σε δύο βασικές παραμέτρους: Της κατοχύρωσης της ουσιαστικής ενότητας και της κατάκτησης της αξιοπιστίας που είναι συνάρτηση της κατάκτησης των προηγούμενων αξιών που αναφέρθηκαν. Ωστόσο το ζήτημα της αξιοπιστίας απαιτεί εκτός από ουσιαστικές παρεμβάσεις προς αυτή την κατεύθυνση και αναγκαίους συμβολισμούς(πχ. στα θέματα αυτονομίας). Και αυτό ιδιαίτερα στη σημερινή συγκυρία που το συνδικαλιστικό κίνημα αντιμετωπίζει πολύπλευρη κρίση.
Ο στόχος αυτός συνδέεται με  ειδικά και μετρήσιμα προγράμματα προσέλκυσης νέων μελών στα συνδικάτα με έμφαση στα νέα κοιτάσματα της μισθωτής εργασίας(νέοι, γυναίκες, ευέλικτα εργαζόμενοι, μετανάστες, νέοι δυναμικοί κλάδοι πχ. νέων τεχνολογιών).Ενισχύεται από την διεύρυνση των όρων εκπροσώπησης της εργασίας στους χώρους δουλειάς όταν σήμερα το 98% των επιχειρήσεων στερείται τέτοιας εκπροσώπησης. Σε αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να καθιερωθεί ο θεσμός της επιχειρησιακής συνδικαλιστικής επιτροπής του κλαδικού συνδικάτου ακόμη και ο εκπρόσωπος των εργαζομένων στις επιχειρήσεις κάτω των 20 απασχολούμενων. Ως πρόσθετη επιλογή θα μπορεί να είναι η καθιέρωση τοπικών συνδικαλιστικών επιτροπών από όλο το φάσμα της μισθωτής εργασίας, κοινών για τον ιδιωτικό και τον  δημόσιο τομέα, ως αποκεντρωμένες εκφράσεις , σε μικρές πόλεις και σε συνοικίες μεγάλων αστικών κέντρων.
6.Αποτελεσματικότητα
Η αποτελεσματικότητα του συνδικάτου ως βασικό στοιχείο της ύπαρξής του προϋποθέτει την κατοχύρωση και τον συνδυασμό των προηγούμενων αξιών. Ιδιαίτερος είναι ο ρόλος της οργανωτικής διάρθρωσης που να μπορεί να παρακολουθήσει τις οικονομικές και τις κλαδικές εξελίξεις. Επίσης σημαντική είναι η παράμετρος της οικονομικής αυτοδυναμίας και της δημιουργίας όρων ευρωστίας των συνδικαλιστικών ταμείων που θα συνδράμουν το έργο των συνδικάτων(πχ. ταμείο απεργίας). Σε αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να αντιμετωπισθεί ο θεσμός της απεργίας ως η κατεξοχήν εκδήλωση της αποτελεσματικότητας των αγώνων, και των συνδικάτων γενικότερα, με προσήλωση στην ανάγκη ενίσχυσης του όπλου της απεργίας ως έσχατου αλλά και αποτελεσματικού μέσου, και όχι ως μορφής επαναστατικής γυμναστικής που απαξιώνει την έννοια της απεργίας αλλά και του συνδικαλισμού γενικότερα. Ο στόχος αυτός συνεπάγεται την ιδιαίτερη έμφαση στον τρόπο οργάνωσης της απεργίας  τόσο από πλευράς συμμετοχής, όσο και από πλευράς ευρύτερης ευαισθητοποίησης της κοινωνίας ως προς τα αιτήματα των απεργών.
Τέλος, η αποτελεσματικότητα των συνδικάτων ευνοείται και από την επιλογή των συστηματικά ελεγχόμενων  και αξιολογούμενων στόχων. Σε αυτό το πλαίσιο ανταποκρίνεται σε μεγαλύτερο βαθμό η καθιέρωση της αρχής των προγραμματικών συγκλίσεων  και των προγραμματικών προεδρείων σε αντίθεση με την ισχύουσα αρχή της αντιπροσωπευτικότητας ,  όταν μάλιστα αυτή δεν συνδυάζεται ούτε με όρους προς τις άλλες παρατάξεις σχετικά με τα πρόσωπα που αυτές επιλέγουν για να εκπροσωπήσουν το συνδικαλιστικό κίνημα.  Και αυτό γιατί η εικόνα των προσώπων που συνθέτουν τα όργανα και ο αντίκτυπός τους πρέπει να είναι σταθερό μέλημα για την αξιοπιστία των συνδικάτων.
7.Ανιδιοτέλεια
Η ανιδιοτέλεια αποτελεί παραδοσιακή συνδικαλιστική αξία ανεξάρτητα από το γεγονός  ότι έχει δεχθεί πλήγματα κατά τις τελευταίες δεκαετίες και παρά την κατάργηση του επικουρικού ταμείου των συνδικαλιστικών στελεχών. Αν και στην Ελλάδα δεν λειτουργεί ο θεσμός του επαγγελματικού συνδικαλιστικού στελέχους σε καίριες συνδικαλιστικές θέσεις, η αυστηρή καθιέρωση της απουσίας ατομικής αμοιβής κρίνεται αναγκαία. Εφόσον η συνδικαλιστική ιδιότητα συνεπάγεται την αποδοχή προσωπικών θυσιών δεν μπορεί να συνδέεται με οφέλη οικονομικά μεγαλύτερα από εκείνα που απορρέουν από την απασχόληση από την οποία προέρχεται το συνδικαλιστικό στέλεχος. Σε αυτό το πλαίσιο η πρόσθετα αμειβόμενη συμμετοχή σε επιτροπές και συμβούλια αντίκειται στην αρχή της εθελοντικής προσφοράς . Η συσσώρευση, μάλιστα, πολλαπλών αρμοδιοτήτων στα ίδια πρόσωπα, εκτός από τις  αρνητικές της συνέπειες στον τομέα της αποτελεσματικότητας που συνοδεύεται συχνά και από το σύνδρομο συγκέντρωσης  εξουσιών, αντανακλά στην πράξη και πρακτικές που αμφισβητούν την εν λόγω αρχή και αναδεικνύουν το έλλειμμα πολιτικών δημιουργίας διάδοχων λύσεων που αποτελεί βασικό στοιχείο της λειτουργίας των συλλογικοτήτων. Η υπηρέτηση της ως άνω αξίας συνδέεται και με την καθιέρωση της αρχής των ορίων στον αριθμό συνεχόμενων θητειών και της εναλλαγής των θητειών που συμβαδίζει με τις αξίες της δημοκρατίας  στα συνδικάτα και με την ανάγκη ώστε τα συνδικαλιστικά στελέχη να μην αποκόπτονται από την άμεση επαφή με τους εργασιακούς χώρους αλλά και να παρέχουν τις υπηρεσίες τους στο κίνημα από άλλους ρόλους αλλά και από υποστηρικτικούς θεσμούς που οφείλουν να δημιουργούν τα ίδια τα συνδικάτα. Αντίθετα η ύπαρξη επαγγελματικών στελεχών, όπου υφίσταται θα πρέπει  να αφορά αποκλειστικά  εκτελεστικές και υποστηρικτικές  δραστηριότητες και δεν πρέπει να σχετίζεται με στελέχη που καθορίζουν πολιτικές σε όργανα λήψης αποφάσεων ώστε να αποκλείεται ο επηρεασμός τους από τυχόν επαγγελματικές ιδιοτέλειες. Στο  ίδιο, τέλος, πλαίσιο θα πρέπει να επανεξετασθεί όλο το φάσμα  του περιεχομένου των διευκολύνσεων  προς τα συνδικαλιστικά στελέχη προκειμένου να αντιμετωπισθούν τα όποια αρνητικά φαινόμενα το συνοδεύουν.  Αυτό σημαίνει ότι οι εκπροσωπούμενοι εργαζόμενοι θα πρέπει να πείθονται  για το ότι οι συνδικαλιστικές διευκολύνσεις   αφιερώνονται απόλυτα στην άσκηση  συνδικαλιστικής δράσης, ενώ οι επιπλέον δραστηριότητες(πχ. κομματικές), όπως και για κάθε εργαζόμενο, θα πρέπει να αναπτύσσονται κατά τον ελεύθερο χρόνο. Τέλος, θα πρέπει να αντιστραφεί  η εικόνα ενός συνδικαλισμού των ειδικών παροχών και των «προνομίων» που γενικεύει ατομικές συμπεριφορές και καταλήγει σε συμπεράσματα για το περιεχόμενο της συνδικαλιστικής δράσης ως εκδήλωσης  θετικών διακρίσεων των εκπροσωπούντων σε βάρος των εκπροσωπούμενων.
Οι σκέψεις αυτές αποτελούν προβληματισμό και συμβολή στη συζήτηση για το μέλλον του συνδικαλιστικού κινήματος. Η κρίση , η πλήρης υποβάθμιση της εργασίας, η κατεδάφιση των κοινωνικών κατακτήσεων και η ένταση της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης δημιουργούν νέα δεδομένα. Η γενίκευση της ευελιξίας, η  σύγκλιση των διαφορετικών καθεστώτων εργασίας με όρους καθολικής συμπίεσης, η σταδιακή αλλαγή συσχετισμών που διαμορφώνεται στο εσωτερικό τους, η συρρίκνωση της αυτοαπασχόλησης και η προοπτική μελλοντικής αύξησης του ρόλου της μισθωτής εργασίας  συνθέτουν το νέο τοπίο. Παράλληλα τα συνδικάτα όσο ποτέ άλλοτε αποτελούν αδήριτη αναγκαιότητα.
Οι διαχρονικές παθογένειες των συνδικάτων και οι πρακτικές που το απαξιώνουν είναι δυνατόν να αντιμετωπισθούν αν εντοπισθούν σε βάθος οι αιτίες τους και υπάρχει  η πραγματική και ισχυρή βούληση από το ίδιο το κοινωνικό υποκείμενο ώστε να τεθούν στο περιθώριο μέσα από συστηματικές και στοχευμένες παρεμβάσεις που θα συνοδεύονται και από τους αναγκαίους, ιδιαίτερα σήμερα συμβολισμούς.
(βλ-Κουζής Γ.(2007):Τα χαρακτηριστικά του ελληνικού συνδικαλιστικού κινήματος :Αποκλίσεις και συγκλίσεις με τον ευρωπαϊκό χώρο, Gutenberg,Αθήνα και Κουζής Γ.(2012): Τα συνδικάτα σε κρίσιμο σταυροδρόμι, στο «Κρίση και πολιτικό σύστημα», Μορφωτικό Ίδρυμα ΕΣΗΕΑ).


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου