Εάν θέλουμε να είμαστε απολύτως ειλικρινείς με τον εαυτό μας, ο
ακριβής τίτλος – ερώτημα θα ήταν: Μπορούν τα στελέχη της Αριστεράς στην
Τοπική Αυτοδιοίκηση να βοηθήσουν να ηγεμονεύσει το πρόγραμμα της
Θεσσαλονίκης στην κοινωνία ως μέτρο στήριξης της νέας κυβέρνησης, ως
μέτρο εφαρμοσμένης πολιτικής στους δήμους, ως σημείο αναφοράς και
διαμόρφωσης μιας νέας σχέσης εμπιστοσύνης ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ (με ό,τι
σημαίνει σήμερα ως κυβέρνηση, ως κόμμα, ως κοινωνικό ρεύμα εμπιστοσύνης
με θετικό πρόσημο, με σημείο αναφοράς και τον Τσίπρα ξεχωριστά) και τους
πολίτες δημότες;
Πώς θα αποφύγουν στην πράξη να είναι απολογητές του κυβερνητικού έργου ή δεν θα πέσουν στην παγίδα ενός ατομικού προστατευτισμού των ίδιων και των παρατάξεων που συμμετέχουν παριστάνοντας του Πόντιους Πιλάτους για όσα συμβαίνουν και είναι αναντίστοιχα των προσδοκιών των φίλων δημοτών, των δικών τους, πιθανώς, προσδοκιών, ή, ακόμη και στην καλή εκδοχή εφαρμογής πετυχημένων πολιτικών, πώς δεν θα είναι απλώς μαριονέτες ή χειροκροτητές.
Η απάντηση βρίσκεται στην κατανόηση των βαθύτερων διεργασιών που συνέβησαν πριν από τις εκλογές και συνεχίζουν να συμβαίνουν στην ελληνική κοινωνία, αλλά και στην ευρωπαϊκή.
Οι διεργασίες αυτές έχουν σχέση με τη μάχη για δημοκρατία και αξιοπρέπεια. Στην ουσία πρόκειται για την αλλαγή ατζέντας στον κώδικα ιεραρχήσεων της προσωπικότητας εκατομμυρίων ανθρώπων, αλλά και των συλλογικών προτεραιοτήτων κοινωνικών ομάδων των εργαζομένων, των αυτοαπασχολούμενων των μικρομεσαίων επιχειρηματιών. Αλλά και στην αλλαγή σχέσης εξάρτησης ανάμεσα στους ψηφοφόρους και στα κόμματα (νεοφιλελεύθερα και Αριστερά).
Οι πλατείες ήρθαν και ίσως ξανάρθουν σαν τεκτονικοί σεισμοί να απελευθερώσουν τη λάβα τής αυτενέργειας των λαϊκών εργατικών μαζών, να ανεβάσουν την αυτοπεποίθησή τους για το ότι μπορούν να αλλάξουν τη ζωή τους ή πλευρές της ζωής τους. Οι εραστές τής Αυτοδιοίκησης, που μερικούς μήνες πιο πριν έδωσαν τη δική τους μάχη για λαϊκή συμμετοχή με λογισμό και όνειρο, έμπειροι από τη βιαιότητα πολιτικής ωρίμανσης, έρχονται να διαχειριστούν στην πράξη τον ορθολογισμό της θεωρίας της πράξης που πρέπει, με συνεχείς ρήξεις, να βελτιώνει τη ζωή των δημοτών κατοίκων σε μια πορεία αναπτυξιακών πολιτικών του δήμου και της Περιφέρειας, αλλά και να διαβουλεύονται με το συνολικό πρόγραμμα έτσι όπως εξαγγέλλεται κατά υπουργείο. Κυρίως, όμως, πρέπει να αισθανθούν πως έχουν την πρώτη ευθύνη για να γίνει πράξη το δημοτικό ή περιφερειακό πρόγραμμα που υποσχέθηκαν στους δημότες, για το οποίο προϋπόθεση ήταν μια ριζοσπαστική φιλολαϊκή κυβέρνηση κοινωνικής σωτηρίας με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ.
Χρειάζεται, ανεξαρτήτως αν είναι διοίκηση ή όχι, να κοντρολάρουν τον μαξιμαλισμό του ονείρου, που δεν πρέπει να χαθεί με την κατεπείγουσα πραγματικότητα της ανθρωπιστικής κρίσης, που βεβαίως δεν είναι ίδια στις ακραίες εκδοχές της, αλλά πιστέψτε με είναι ακριβώς ίδια στατιστικά όταν έχουμε να μιλήσουμε για αυτόχειρες, για λόμπι, για διαχείριση της νύχτας, για προβλήματα στο σχολείο, στην υγεία, στο φάρμακο, για καταπάτηση του περιβάλλοντος κ.λπ.
Χρειάζεται να συγκρουστούμε με νοοτροπίες για τις οποίες εύκολα εξαγγέλλεται η καταπολέμηση, αλλά δύσκολα πετυχαίνεται στην πράξη η αλλαγή της πραγματικότητας, της αποτελεσματικότητας. Πολύ περισσότερο που δεν αρκεί η διακήρυξη, ούτε η νομοθέτηση νέου πλαισίου, που δεν μπορεί να γίνει αυτόματα χωρίς διαβούλευση, αλλά παράλληλα δεν υπάρχει η πολυτέλεια της αναμονής. Έτσι, λοιπόν, πρέπει να ζητήσουμε να γίνουν έργα αναπτυξιακού χαρακτήρα που θα μας επιτρέπουν να απαιτούμε λαϊκές συνελεύσεις για συμμετοχή των πολιτών, συζήτηση στα καφενεία, που να εξάγουμε τι θα αλλάξει στη ζωή των ανθρώπων και η μεσομακροπρόθεσμη επίδρασή τους στη βελτίωση της κοινωνίας, με τι συμφέροντα θα συγκρουστούμε, ποιες συμμαχίες κάνουμε, αν κάνουμε παραχωρήσεις, γιατί τις κάνουμε;
Η επομένη των εκλογών έχει αναδιατάξει το πολιτικό σκηνικό. Πολύς κόσμος, είτε εγκαίρως είτε τελευταία στιγμή, ψήφισε ΣΥΡΙΖΑ, είτε την επόμενη των εκλογών πήγε με τον ΣΥΡΙΖΑ. Εμείς που δουλεύουμε στην Τοπική Αυτοδιοίκηση δεν έχουμε την εξουσιοδότηση, ούτε είναι δική μας δουλειά να καθορίσουμε το πλαίσιο των σχέσεων που θα έχουν οι κομματικές οργανώσεις με αυτούς τους ανθρώπους. Έχουμε, όμως, υποχρέωση στο πρόσωπό μας και στις συλλογικές διαδικασίες όπου συμμετέχουμε, ο πολίτης που σήμερα στα λεγόμενα ποιοτικά στοιχεία βάζει πλάτη στην κυβέρνηση, βρίσκει αποκούμπι στην κυβέρνηση, αισθάνεται τον Τσίπρα δικό του άνθρωπο, να αισθάνεται το ίδιο άνετα στο να μας υποδεικνύει, να μας ζητά δράση, να έχουμε τέτοιες ανοιχτές διαδικασίες που να αισθάνεται εμπιστοσύνη πως θα συμβάλλουμε να παραχθεί έργο. Αν αισθανθούμε πως δεν μπορούμε να ανταποκριθούμε σε αυτό το πολιτικό αίτημα να παραχωρήσουμε στους καταλληλότερους. Δεν υπάρχει δίλημμα για το εάν χρειαζόμαστε να παραμείνουμε για την επόμενη μέρα, σε τέσσερα χρόνια, σε έκτακτες συνθήκες…
Η Ευρώπη ξαγρυπνά… Κι εμείς μαζί… Αριστερή παρένθεση κ.λπ. Τώρα, τώρα, τώρα… Παραφράσσοντας οικοδομούμε τις σχέσεις εμπιστοσύνης. Ξέρετε, σύντροφοι και φίλοι, η Ιστορία δεν θα κριθεί από το αν το κόμμα θα ωριμάσει τόσο γρήγορα όσο θέλουμε, θα είναι τόσο πλατύ όσο η υπεράσπιση και η διεύρυνση της Δημοκρατίας απαιτεί, αλλά από το αν δημιουργήσουμε όλοι κλίμα με το προσωπικό μας παράδειγμα ότι στη συγκεκριμένη φάση ο καταλληλότερος τώρα, ο αποτελεσματικότερος τώρα, οι διαδικασίες οι καταλληλότερες τώρα και όχι οι κανονικότερες, οι εγχειριδιακά αποτελεσματικότερες.
Σέβομαι απολύτως διαφορετικές προσεγγίσεις, αλλά όσοι δεν πιστεύουν πως μπορούν να διαχειριστούν το “θέλουμε και μπορούμε” (έτσι ήταν πολλές από τις διατυπώσεις μας στα δημοτικά προγράμματα, αλλά και στις προεκλογικές εξαγγελίες) ας μην κάνουν το λάθος μέσα από τη δική τους πολιτική ανεπάρκεια (το διατυπώνω με την έννοια της έλλειψης πίστης και όχι με την έννοια της πολιτικής ικανότητας) να πιάσουν στασίδι. Γιατί καμιά θέση δεν πρέπει να ‘ναι στασίδι και βαρίδι, αλλά θέση δημιουργικής και συνεχώς μετεξελισσόμενης εφαρμοσμένης πολιτικής.
Στην Τοπική Αυτοδιοίκηση οι θέσεις ευθύνης έχουν ένα προνόμιο: Οι πολίτες ρωτούν για όλα, από τη λακκούβα μέχρι το νοσοκομείο της περιοχής, από την πολιτική για το φάρμακο, για το σχολείο, για τα ναυπηγεία, αλλά και για την εξωτερική πολιτική, για την υγεία του τάδε υπουργού, αλλά και για κάθε τι παραπολιτικό ή ράδιο αρβύλα, αν αύριο το πρωί θα έχει χρήματα το ΑΤΜ. Δεν πιστεύουν ότι ξέρεις για όλα, όμως δεν σε θέλουν αδιάφορο. Θέλουν, αν χρειαστεί, να τραβήξεις εσύ το κόμμα από το μανίκι, να το σκουντήξεις, να σηκώσεις το τηλέφωνο στο υπουργείο και να πεις “έι, μάστορα, τι γίνεται;”, αλλά και να απλώσεις χάρτες και σχέδια μαζί με κυβέρνηση και Περιφέρεια και τους άξιους ανθρώπους και να πεις αύριο θα κάνουμε αυτό.
Αυτό το έργο δεν πρέπει να έχει θεατές, αλλά συμμέτοχους συμπρωταγωνιστές. Η επιτυχία του θα κριθεί, όπως στο θέατρο, όπου οι καλές παραστάσεις κρατάνε χρόνια και ο κόσμος στο τέλος θυμάται ακριβώς αυτό, πως το έργο συνεχίζεται.
* Ο Θοδωρής Σπηλιόπουλος είναι επικεφαλής της δημοτικής παράταξης Πολίτες σε Δράση, δημοτικός σύμβουλος Χαϊδαρίου και μέλος της γραμματείας της Ν.Ε. Δυτικής Αθήνας του ΣΥΡΙΖΑ
Πώς θα αποφύγουν στην πράξη να είναι απολογητές του κυβερνητικού έργου ή δεν θα πέσουν στην παγίδα ενός ατομικού προστατευτισμού των ίδιων και των παρατάξεων που συμμετέχουν παριστάνοντας του Πόντιους Πιλάτους για όσα συμβαίνουν και είναι αναντίστοιχα των προσδοκιών των φίλων δημοτών, των δικών τους, πιθανώς, προσδοκιών, ή, ακόμη και στην καλή εκδοχή εφαρμογής πετυχημένων πολιτικών, πώς δεν θα είναι απλώς μαριονέτες ή χειροκροτητές.
Η απάντηση βρίσκεται στην κατανόηση των βαθύτερων διεργασιών που συνέβησαν πριν από τις εκλογές και συνεχίζουν να συμβαίνουν στην ελληνική κοινωνία, αλλά και στην ευρωπαϊκή.
Οι διεργασίες αυτές έχουν σχέση με τη μάχη για δημοκρατία και αξιοπρέπεια. Στην ουσία πρόκειται για την αλλαγή ατζέντας στον κώδικα ιεραρχήσεων της προσωπικότητας εκατομμυρίων ανθρώπων, αλλά και των συλλογικών προτεραιοτήτων κοινωνικών ομάδων των εργαζομένων, των αυτοαπασχολούμενων των μικρομεσαίων επιχειρηματιών. Αλλά και στην αλλαγή σχέσης εξάρτησης ανάμεσα στους ψηφοφόρους και στα κόμματα (νεοφιλελεύθερα και Αριστερά).
Οι πλατείες ήρθαν και ίσως ξανάρθουν σαν τεκτονικοί σεισμοί να απελευθερώσουν τη λάβα τής αυτενέργειας των λαϊκών εργατικών μαζών, να ανεβάσουν την αυτοπεποίθησή τους για το ότι μπορούν να αλλάξουν τη ζωή τους ή πλευρές της ζωής τους. Οι εραστές τής Αυτοδιοίκησης, που μερικούς μήνες πιο πριν έδωσαν τη δική τους μάχη για λαϊκή συμμετοχή με λογισμό και όνειρο, έμπειροι από τη βιαιότητα πολιτικής ωρίμανσης, έρχονται να διαχειριστούν στην πράξη τον ορθολογισμό της θεωρίας της πράξης που πρέπει, με συνεχείς ρήξεις, να βελτιώνει τη ζωή των δημοτών κατοίκων σε μια πορεία αναπτυξιακών πολιτικών του δήμου και της Περιφέρειας, αλλά και να διαβουλεύονται με το συνολικό πρόγραμμα έτσι όπως εξαγγέλλεται κατά υπουργείο. Κυρίως, όμως, πρέπει να αισθανθούν πως έχουν την πρώτη ευθύνη για να γίνει πράξη το δημοτικό ή περιφερειακό πρόγραμμα που υποσχέθηκαν στους δημότες, για το οποίο προϋπόθεση ήταν μια ριζοσπαστική φιλολαϊκή κυβέρνηση κοινωνικής σωτηρίας με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ.
Χρειάζεται, ανεξαρτήτως αν είναι διοίκηση ή όχι, να κοντρολάρουν τον μαξιμαλισμό του ονείρου, που δεν πρέπει να χαθεί με την κατεπείγουσα πραγματικότητα της ανθρωπιστικής κρίσης, που βεβαίως δεν είναι ίδια στις ακραίες εκδοχές της, αλλά πιστέψτε με είναι ακριβώς ίδια στατιστικά όταν έχουμε να μιλήσουμε για αυτόχειρες, για λόμπι, για διαχείριση της νύχτας, για προβλήματα στο σχολείο, στην υγεία, στο φάρμακο, για καταπάτηση του περιβάλλοντος κ.λπ.
Χρειάζεται να συγκρουστούμε με νοοτροπίες για τις οποίες εύκολα εξαγγέλλεται η καταπολέμηση, αλλά δύσκολα πετυχαίνεται στην πράξη η αλλαγή της πραγματικότητας, της αποτελεσματικότητας. Πολύ περισσότερο που δεν αρκεί η διακήρυξη, ούτε η νομοθέτηση νέου πλαισίου, που δεν μπορεί να γίνει αυτόματα χωρίς διαβούλευση, αλλά παράλληλα δεν υπάρχει η πολυτέλεια της αναμονής. Έτσι, λοιπόν, πρέπει να ζητήσουμε να γίνουν έργα αναπτυξιακού χαρακτήρα που θα μας επιτρέπουν να απαιτούμε λαϊκές συνελεύσεις για συμμετοχή των πολιτών, συζήτηση στα καφενεία, που να εξάγουμε τι θα αλλάξει στη ζωή των ανθρώπων και η μεσομακροπρόθεσμη επίδρασή τους στη βελτίωση της κοινωνίας, με τι συμφέροντα θα συγκρουστούμε, ποιες συμμαχίες κάνουμε, αν κάνουμε παραχωρήσεις, γιατί τις κάνουμε;
Η επομένη των εκλογών έχει αναδιατάξει το πολιτικό σκηνικό. Πολύς κόσμος, είτε εγκαίρως είτε τελευταία στιγμή, ψήφισε ΣΥΡΙΖΑ, είτε την επόμενη των εκλογών πήγε με τον ΣΥΡΙΖΑ. Εμείς που δουλεύουμε στην Τοπική Αυτοδιοίκηση δεν έχουμε την εξουσιοδότηση, ούτε είναι δική μας δουλειά να καθορίσουμε το πλαίσιο των σχέσεων που θα έχουν οι κομματικές οργανώσεις με αυτούς τους ανθρώπους. Έχουμε, όμως, υποχρέωση στο πρόσωπό μας και στις συλλογικές διαδικασίες όπου συμμετέχουμε, ο πολίτης που σήμερα στα λεγόμενα ποιοτικά στοιχεία βάζει πλάτη στην κυβέρνηση, βρίσκει αποκούμπι στην κυβέρνηση, αισθάνεται τον Τσίπρα δικό του άνθρωπο, να αισθάνεται το ίδιο άνετα στο να μας υποδεικνύει, να μας ζητά δράση, να έχουμε τέτοιες ανοιχτές διαδικασίες που να αισθάνεται εμπιστοσύνη πως θα συμβάλλουμε να παραχθεί έργο. Αν αισθανθούμε πως δεν μπορούμε να ανταποκριθούμε σε αυτό το πολιτικό αίτημα να παραχωρήσουμε στους καταλληλότερους. Δεν υπάρχει δίλημμα για το εάν χρειαζόμαστε να παραμείνουμε για την επόμενη μέρα, σε τέσσερα χρόνια, σε έκτακτες συνθήκες…
Η Ευρώπη ξαγρυπνά… Κι εμείς μαζί… Αριστερή παρένθεση κ.λπ. Τώρα, τώρα, τώρα… Παραφράσσοντας οικοδομούμε τις σχέσεις εμπιστοσύνης. Ξέρετε, σύντροφοι και φίλοι, η Ιστορία δεν θα κριθεί από το αν το κόμμα θα ωριμάσει τόσο γρήγορα όσο θέλουμε, θα είναι τόσο πλατύ όσο η υπεράσπιση και η διεύρυνση της Δημοκρατίας απαιτεί, αλλά από το αν δημιουργήσουμε όλοι κλίμα με το προσωπικό μας παράδειγμα ότι στη συγκεκριμένη φάση ο καταλληλότερος τώρα, ο αποτελεσματικότερος τώρα, οι διαδικασίες οι καταλληλότερες τώρα και όχι οι κανονικότερες, οι εγχειριδιακά αποτελεσματικότερες.
Σέβομαι απολύτως διαφορετικές προσεγγίσεις, αλλά όσοι δεν πιστεύουν πως μπορούν να διαχειριστούν το “θέλουμε και μπορούμε” (έτσι ήταν πολλές από τις διατυπώσεις μας στα δημοτικά προγράμματα, αλλά και στις προεκλογικές εξαγγελίες) ας μην κάνουν το λάθος μέσα από τη δική τους πολιτική ανεπάρκεια (το διατυπώνω με την έννοια της έλλειψης πίστης και όχι με την έννοια της πολιτικής ικανότητας) να πιάσουν στασίδι. Γιατί καμιά θέση δεν πρέπει να ‘ναι στασίδι και βαρίδι, αλλά θέση δημιουργικής και συνεχώς μετεξελισσόμενης εφαρμοσμένης πολιτικής.
Στην Τοπική Αυτοδιοίκηση οι θέσεις ευθύνης έχουν ένα προνόμιο: Οι πολίτες ρωτούν για όλα, από τη λακκούβα μέχρι το νοσοκομείο της περιοχής, από την πολιτική για το φάρμακο, για το σχολείο, για τα ναυπηγεία, αλλά και για την εξωτερική πολιτική, για την υγεία του τάδε υπουργού, αλλά και για κάθε τι παραπολιτικό ή ράδιο αρβύλα, αν αύριο το πρωί θα έχει χρήματα το ΑΤΜ. Δεν πιστεύουν ότι ξέρεις για όλα, όμως δεν σε θέλουν αδιάφορο. Θέλουν, αν χρειαστεί, να τραβήξεις εσύ το κόμμα από το μανίκι, να το σκουντήξεις, να σηκώσεις το τηλέφωνο στο υπουργείο και να πεις “έι, μάστορα, τι γίνεται;”, αλλά και να απλώσεις χάρτες και σχέδια μαζί με κυβέρνηση και Περιφέρεια και τους άξιους ανθρώπους και να πεις αύριο θα κάνουμε αυτό.
Αυτό το έργο δεν πρέπει να έχει θεατές, αλλά συμμέτοχους συμπρωταγωνιστές. Η επιτυχία του θα κριθεί, όπως στο θέατρο, όπου οι καλές παραστάσεις κρατάνε χρόνια και ο κόσμος στο τέλος θυμάται ακριβώς αυτό, πως το έργο συνεχίζεται.
* Ο Θοδωρής Σπηλιόπουλος είναι επικεφαλής της δημοτικής παράταξης Πολίτες σε Δράση, δημοτικός σύμβουλος Χαϊδαρίου και μέλος της γραμματείας της Ν.Ε. Δυτικής Αθήνας του ΣΥΡΙΖΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου