Σε μια Ελλάδα, η οποία θάβει το 81% των αστικών στερεών αποβλήτων της (ΑΣΑ), σύμφωνα με τα ωραιοποιημένα στοιχεία της διοίκησης, ήταν ζήτημα χρόνου το να ξεσπάσουν περιστατικά οξείας κρίσης, σε πολλές περιοχές (Πελοπόννησος, Ηλεία, Στερεά, Αν. Μακεδονία και Θράκη, νησιά κλπ.). Διότι σε πολλές από αυτές η διάθεση είναι ανεξέλεγκτη, αφού δεν υπάρχουν ασφαλείς και αδειοδοτημένοι χώροι υγειονομικής ταφής αποβλήτων ή υπολειμμάτων (ΧΥΤΑ/ΧΥΤΥ). Και εκεί που υπάρχουν οι χώροι ταφής, ο ένας μετά τον άλλο γεμίζουν. Και η δημιουργία νέων δεν είναι τόσο εύκολη υπόθεση, αφού κανείς δεν τους θέλει κοντά του. Η κατάσταση αυτή έχει πυροδοτήσει σειρά διεργασιών και αντιδράσεων.
Το συγκεντρωτικό μοντέλο και η αποκεντρωμένη διαχείριση, με έμφαση στην προδιαλογή
Το πως φτάσαμε ως εδώ έχει την εξήγησή του.
Το ίδιο και οι αντιδράσεις των τοπικών κοινωνιών σε νέους χώρους ταφής, ακόμη και σε ήπιες δραστηριότητες διαχείρισης, όπως η ανακύκλωση. Όμως, αυτό που, τώρα, προέχει δεν είναι οι θεωρητικές αναλύσεις, αλλά οι συγκεκριμένες πολιτικές, που, αφενός, θα αποτρέψουν μια προδιαγεγραμμένη έκρηξη και, αφετέρου, θα δρομολογήσουν ένα νέο μοντέλο διαχείρισης, με προοπτική και σε όφελος της κοινωνίας.
Στο επίπεδο αυτό τα πράγματα έχουν γίνει αρκετά καθαρά. Τα βασικά «στρατόπεδα» έχουν διαμορφωθεί και το καθένα από αυτά έχει να προτείνει το δικό του μοντέλο διαχείρισης:
- Το σύνολο των κατασκευαστικών ομίλων της χώρας, μαζί με το νεοφιλελεύθερο πολιτικό προσωπικό, ένα τμήμα της κρατικής γραφειοκρατίας και ένα αξιοσημείωτο μέρος της επιστημονικής κοινότητας αποτελούν το ένα «στρατόπεδο». Αυτό που ποντάρει στη διατήρηση των ΑΣΑ σε σύμμεικτη μορφή, ώστε να αποτελέσουν έτοιμη πρώτη ύλη για συγκεντρωτικές μονάδες επεξεργασίας, σε πρώτη φάση. Την οποία θα ακολουθήσει η ανομολόγητη, προς το παρόν, δεύτερη φάση των μονάδων ενεργειακής αξιοποίησης – καύσης των «προϊόντων», που θα παράγουν οι πρώτες. Το μοντέλο αυτό στηρίζεται στη λογική της πλήρους ιδιωτικοποίησης της διαχείρισης των απορριμμάτων και εκφράστηκε με την απόπειρα της προηγούμενης κυβέρνησης να υλοποιήσει ένα εκτεταμένο σχέδιο δημοπράτησης φαραωνικών μονάδων επεξεργασίας, με τη μέθοδο της σύμπραξης δημόσιου – ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ).
- Το δεύτερο «στρατόπεδο» το συγκροτούν, κατά βάση, κοινωνικές πρωτοβουλίες και συλλογικότητες βάσης, σε κοινό μέτωπο με αυτοδιοικητικά σχήματα, με τα πιο κοινωνικοποιημένα τμήματα των εργαζομένων στην αυτοδιοίκηση και με το μεγαλύτερο μέρος της πολιτικής έκφρασης της αριστεράς. Αντιπαρατάσσει την ήπια, δημόσια διαχείριση με τη λογική της εγγύτητας και της μικρής κλίμακας, που αποσκοπεί στη μεγιστοποίηση της προδιαλογής και ανάκτησης υλικών, στον δραστικό περιορισμό της ανάμειξης των υλικών, άρα και των μονάδων επεξεργασίας και ενεργειακής αξιοποίησης σύμμεικτων απορριμμάτων και στην ασφαλή διάθεση μικρών ποσοτήτων υπολειμμάτων σε ΧΥΤΥ. Είναι η λογική που οδήγησε στην ακύρωση των τεσσάρων διαγωνισμών ΣΔΙΤ στην Αττική και αυτή που έχει αποτρέψει, προς το παρόν, να μπει υπογραφή και σε οποιαδήποτε άλλη σύμβαση.
Μερικά κομβικά ζητήματα της διαχείρισης των αποβλήτων
Οι βασικές πηγές των αποβλήτων είναι το περίσσευμα της διαδικασίας απόκτησης πρώτων υλών, ο μετασχηματισμός των πρώτων υλών σε προϊόντα και το περίσσευμα των προϊόντων, μετά τη χρήση τους. Άρα, μιλάμε για στοιχείο μιας παραγωγικής – οικονομικής διαδικασίας, στενά συνδεδεμένης με την κάλυψη λιγότερο ή περισσότερο πραγματικών αναγκών. Οι οποίες, με τη σειρά τους, διαμορφώνονται και εξελίσσονται μέσα σε συγκεκριμένο κάθε φορά περιβάλλον.
Τα κεντρικά προβλήματα στη διαχείριση των αποβλήτων είναι τα μεγέθη τους (οι ποσότητες), η διαχείρισή τους με ασφάλεια και η διαχείρισή τους με το μέγιστο δυνατό όφελος για την κοινωνία, το ανθρώπινο και το φυσικό περιβάλλον.
- Το πρώτο πρόβλημα είναι σημαντικό επειδή συνδέεται με τη διαχείριση και την κατασπατάληση των φυσικών πόρων, ενός, δηλαδή, συλλογικού αγαθού ολόκληρης της ανθρωπότητας. Τα μεγέθη και οι πρακτικές που περιλαμβάνονται στο σχέδιο εξόρυξης χρυσού στη Χαλκιδική αναδεικνύουν με τον καλύτερο τρόπο αυτόν τον κίνδυνο.
- Το δεύτερο πρόβλημα είναι σημαντικό επειδή συγκεκριμένες κατηγορίες αποβλήτων (μεταλλευτικά, επικίνδυνα, υγειονομικά απόβλητα κλπ.) εγκυμονούν μεγάλους κινδύνους, όπως και ορισμένες διαδικασίες επεξεργασίας (π.χ. καύση) ή διάθεσης (π.χ. ταφή) αποβλήτων, όταν δεν τηρούνται και δεν εφαρμόζονται συγκεκριμένα μέτρα. Και εδώ δε μιλάμε για το αν υπάρχει η αναγκαία τεχνική γνώση για να αντιμετωπιστούν τέτοιου είδους προβλήματα, αλλά για τον κερδοσκοπικό τρόπο δράσης, που ωθεί σε αντικοινωνικές επιλογές και συμπεριφορές. Που, συνήθως, χαρακτηρίζει το μεγάλο ιδιωτικό κεφάλαιο στις καπιταλιστικές, αλλά, πολλές φορές και για μια «δημόσια» – κρατική δομή, εμφορούμενη από το ίδιο αναπτυξιακό πρότυπο.
- Το τρίτο πρόβλημα είναι σημαντικό επειδή συνδέεται με τις περιβαλλοντικές και τις οικονομικές πτυχές του ζητήματος. Αλλά έχει και τις κοινωνικές προεκτάσεις, αφού συνδέεται με τη δυνατότητα ή μη της συμμετοχής των πολιτών στη διαχείριση του προβλήματος. Στο επίπεδο αυτό, θα πρέπει να σημειώσουμε την εμμονική επιλογή μεγάλο μέρος των αποβλήτων να αντιμετωπίζεται σαν ενεργειακό προϊόν (με το μανδύα των ΑΠΕ), αντί σαν αυθεντική ή μετασχηματισμένη πρώτη ύλη, που μπορεί να ξαναμπεί σε χρήση άμεσα ή ανακυκλούμενη. Αντιλαμβανόμαστε, φυσικά, ότι εξήγηση σε αυτό μπορεί να δοθεί, κυρίως, με οικονομικούς όρους. Έτσι, η βασική αντίθεση, εκφράζεται με το δίπολο: διατήρηση του μεγάλου μέρους των απορριμμάτων σε σύμμεικτη μορφή και επεξεργασία τους σε κεντρικές μονάδες, με σκοπό την ενεργειακή αξιοποίηση, από τη μια και ήπια διαχείριση, κοντά στον τόπο παραγωγής των απορριμμάτων, με έμφαση στην πρόληψη, στην προδιαλογή και στην ανάκτηση υλικών, από την άλλη. Μια αντίθεση που, με έναν άλλο τρόπο, την περιγράφουμε σαν συγκεντρωτική διαχείριση, από τη μια και αποκεντρωμένη διαχείριση, από την άλλη.
Η απαγκίστρωση από το δόγμα της αέναης οικονομικής ανάπτυξης και του καταναλωτισμού, από το κλασικό μοντέλο δηλαδή του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού όπως το γνωρίζουμε, δεν είναι μια απλή υπόθεση. Επιπρόσθετα, θα έλεγα ότι είναι στόχος πολύ δύσκολα επιτεύξιμος, αν περιοριστούμε μόνο σε «συγκεκριμένες και εφαρμόσιμες προτάσεις». Κάποιοι λόγοι, που συνηγορούν σε μια τέτοια εκτίμηση είναι και οι παρακάτω:
- Όσο πιο λιτός κι αν γίνει ο βίος μας και όσο κι αν αναπτυχθούν πρακτικές αυτοοργάνωσης, μου είναι δύσκολο να φανταστώ ότι οι μελλοντικές μας κοινωνίες θα είναι ένα άθροισμα από τελείως αυτόνομες μεταξύ τους κοινότητες. Κατά συνέπεια, πάντα θα υπάρχουν για επίλυση πιο σύνθετες εξισώσεις, ορισμένες από τις οποίες επιδέχονται παραπάνω από μια λύση. Θα επικαλεστώ μια υπαρκτή αντίθεση, με επίκεντρο το κλίμα και την ενέργεια, που εκφράζεται με αντιδιαμετρικά διαφορετικές οπτικές στο θέμα της χρήσης των ΑΠΕ. Αν μιλήσουμε για τα απόβλητα, φαίνεται απλό να μιλήσουμε για συνεταιριστικές πρωτοβουλίες στον τομέα της ανακύκλωσης. Είναι δύσκολο, όμως, να απαντήσουμε πως θα χειριστούμε ζητήματα, από τον οδοκαθαρισμό μέχρι τη διαχείριση των βιομηχανικών και επικίνδυνων αποβλήτων, χωρίς να σκεφτούμε κάποιου είδους περιφερειακό ή εθνικό σχεδιασμό.
- Σε πάρα πολλά ζητήματα υπάρχουν όρια, που τα βάζει το περιβάλλον στο οποίο ζούμε. Κεντρικό ζήτημα, για παράδειγμα, στη διαχείριση των απορριμμάτων είναι η μείωση και η πρόληψη παραγωγής αποβλήτων. Το πρόβλημα αυτό, όμως, μόνο κατά ένα μέρος οφείλεται στις καθημερινές πρακτικές των πολιτών. Κατά ένα άλλο, το μεγαλύτερο, μέρος οφείλεται στην κατοχυρωμένη ελευθερία των παραγωγών – οικονομικών κολοσσών να επιβάλλουν καταναλωτικά πρότυπα και να απολαμβάνουν ασυλίας για πλήθος αντιπεριβαλλοντικών πρακτικών.
- Πρακτικές που φαινομενικά συμβαδίζουν, στην πραγματικότητα στηρίζονται σε τελείως διαφορετικά αξιακά συστήματα. Θα παραπέμψω σε μια πιο προσεκτική παρατήρηση των χαρακτηριστικών μιας σειράς συνεταιριστικών εγχειρημάτων, που έχουν ξεπηδήσει τα τελευταία χρόνια και δραστηριοποιούνται στον τομέα της ανακύκλωσης. Θα συναντήσουμε από κλασικά δείγματα αυτοοργάνωσης, μέχρι υβρίδια της πλήρους εμπορευματοποίησης και ιδιωτικοποίησης της διαχείρισης των απορριμμάτων.
- Να υπερβούν την αθροιστική λογική των επιμέρους δράσεων και να επιδιώξουν πιο ουσιαστικές συνθέσεις, αναζητώντας κοινές αξίες και στόχους, ακόμη κι αν χρειαστεί να αναθεωρήσουν κάποιες από τις «σταθερές» τους. Υπάρχει μια επιφανειακότητα και μια ανυπομονησία μεγάλων συναντήσεων, που, όμως, δεν έχουμε φροντίσει να «ωριμάσουν», οπότε δυσκολεύουν και οι ουσιαστικές συγκλίσεις. Στον τομέα της διαχείρισης των απορριμμάτων, το παράδειγμα της Κερατέας είναι ενδεικτικό, από την αρνητική πλευρά, όμως.
- Στο βαθμό που τα κινήματα κατακτούν μια στοιχειώδη συνοχή, να διεκδικήσουν το δικό τους χώρο, στην κονίστρα της πολιτικής, με τους όρους των πραγματικών αναγκών της κοινωνίας και με στόχους – προτάγματα, που έχουν ξεπηδήσει από τις ίδιες τους τις εμπειρίες. Σπάζοντας, με αυτόν τον τρόπο τον κύκλο της ανάθεσης στην κλασική πολιτική εκπροσώπηση, που στις περισσότερες περιπτώσεις είναι φορέας κλειστών και προκαθορισμένων ιδεολογικών σχημάτων.
- Στον τομέα της πρόληψης των αποβλήτων οι δυνατότητες είναι περιορισμένες. Εκεί όπου παρουσιάζεται με μεγαλύτερη ένταση το πρόβλημα οι πολιτικές χαράζονται, πρωτίστως, με οικονομικά κριτήρια και μακριά από το μεγάλο σώμα της κοινωνίας. Στον εθνικό στρατηγικό σχεδιασμό πρόληψης δημιουργίας αποβλήτων (ΕΣΣΠΔΑ) η μεταλλευτική δραστηριότητα δεν εξετάζεται και οι δράσεις πρόληψης για τα βιομηχανικά απόβλητα περιορίζονται σε ενημερώσεις και ημερίδες. Εκεί που υπάρχει ένα μεγαλύτερο έδαφος είναι στα αστικά απόβλητα και, μάλιστα, σε ορισμένες κατηγορίες τους (απόβλητα τροφίμων, χαρτί, υλικά συσκευασίας, ηλεκτρικές – ηλεκτρονικές συσκευές). Αξίζει να σημειωθεί, πάντως, ότι ακόμη και σε αυτές τις κατηγορίες η μείωση των απορριμμάτων γίνεται περισσότερο με την επαναχρησιμοποίηση και λιγότερο με τον περιορισμό της παραγωγής τους. Στο επίπεδο αυτό δράσεις που μπορούν να αναπτυχθούν αφορούν σε: διεύρυνση της χρήσης επιστρεφόμενων συσκευασιών τροφίμων, χρέωση σακούλας, ανταλλαγή προϊόντων – υλικών, κέντρα επισκευής και επαναχρησιμοποίησης υλικών κλπ.
- Στο επίπεδο της ασφάλειας της διαχείρισης, προσιτές φαίνονται οι δράσεις μικρής κλίμακας, σε επίπεδο γειτονιάς και δήμου, που θα προλαμβάνουν την επιμόλυνση των αστικών αποβλήτων με επικίνδυνες ουσίες, οι οποίες βρίσκονται στα απόβλητα φαρμακείων, ιατρείων, νοσοκομειακών μονάδων, βιοτεχνιών, μερικές φορές και των σπιτιών μας. Εργαζόμενοι σε υγειονομικές μονάδες, επαγγελματίες (φαρμακοποιοί, γιατροί, βιοτέχνες κλπ.) και ομάδες πολιτών μπορούν να οργανώσουν πρωτοβουλίες διασφάλισης της μη ανάμειξης και συγκέντρωσης των επικίνδυνων υλικών, που θα «δένουν» με ένα ευέλικτο δημοτικό σύστημα, στο πλαίσιο της αποκεντρωμένης διαχείρισης, τακτικής παραλαβής και προώθησής τους στα κατάλληλα συστήματα ασφαλούς διαχείρισης.
- Εκεί που σίγουρα υπάρχουν τα περισσότερα περιθώρια ανάπτυξης πρωτοβουλιών είναι στο επίπεδο της διαχείρισης των αστικών αποβλήτων. Με την προϋπόθεση ότι έχουμε εγκαταλείψει λογικές ιδιωτικοποίησης και συγκεντρωτικής διαχείρισης, με επίκεντρο την καύση. Στηριγμένοι/ες στο έδαφος των δυνατοτήτων μιας εναλλακτικής θεώρησης της διαχείρισης των απορριμμάτων, που έχει μορφοποιηθεί, τα τελευταία χρόνια, σε αυτό που συνηθίσαμε να ονομάζουμε αποκεντρωμένη διαχείριση, με έμφαση στην προδιαλογή και ανάκτηση των υλικών. Η πρόταση της αποκεντρωμένης ολοκληρωμένης διαχείρισης των απορριμμάτων στηρίζεται στις βασικές αρχές της εγγύτητας και της μικρής κλίμακας, που αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση μιας οικονομικής και φιλοπεριβαλλοντικής διαχείρισης, σε όφελος των πολιτών και της κοινωνίας.
- Στο μοντέλο της αποκεντρωμένης διαχείρισης, η συμμετοχή των πολιτών δεν εξαντλείται στην υποστήριξη πρακτικών, συμβατών με το μοντέλο της αποκεντρωμένης διαχείρισης. Μπορούν να πάρουν και χαρακτήρα πιο ενεργητικής και πιο άμεσης συμμετοχής των πολιτών, μέσα από μια ποικιλία συλλογικών δράσεων, σαν αυτές που έχουν αρχίσει να υλοποιούνται και από τις οποίες θα σημείωνα δύο ξεχωριστά παραδείγματα:
- τον αστικό συνεταιρισμό Μ-οίκο-Νος, με δραστηριότητα στην ανακύκλωση συσκευασιών
- το δίκτυο συνοικιακής κομποστοποίησης Re:think, στην Καλαμάτα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου