Παλιά, αν θυμάμαι καλά, η ζωή μου ήταν ένας παράδεισος,
άνθιζαν όλα τα αισθήματα
έρεε από παντού κρασί
Μια νύχτα
πήρα την ομορφιά στα γόνατά μου
και τη βρήκα
πικρή και τη βλαστήμησα
οπλίστηκα
ενάντια στη δικαιοσύνη
Δραπέτευσα
Μάγισσες,
μιζέρια, μίσος
εσείς θα
διαφυλάξετε το θησαυρό μου
κατόρθωσα να
σβήσω απ' τα λογικά μου
κάθε ελπίδα
ανθρώπινη
Με ύπουλο
σάλτο
χίμηξα σα
θηρίο
πάνω σ' όλες
τις χαρές
να τις
κατασπαράξω
Επικαλέστηκα
τους δήμιους
να δαγκάσω
πεθαίνοντας
τα κοντάκια
των όπλων τους
Επικαλέστηκα
κάθε οργή και μάστιγα
να πνιγώ στο
αίμα, στην άμμο
Η απόγνωση
ήταν ο θεός μου
Κυλίστηκα
στη λάσπη
στέγνωσα
στον αέρα του εγκλήματος
ξεγέλασα την
τρέλα
Και η άνοιξη
μου πρόσφερε
το φρικαλέο
γέλιο του ηλίθιου.
Τον
τελευταίο καιρό λοιπόν καθώς ήμουν έτοιμος να τα
βροντήξω όλα
κάτω, σκέφτηκα να αναζητήσω το μυστικό του
αρχαίου
παραδείσου. Μήπως και ξαναβρώ το κέφι μου.
Το μυστικό
βρίσκεται στο έλεος.
Μη, μη με
κοιτάζεις έτσι άγρια καλέ μου σατανά.
Και επειδή
κάποιες μικρές ατιμίες μου δεν θα λείψουν,
για σένα που
εκτιμάς τους συγγραφείς χωρίς περιγραφές και διδαχές,
για σένα, αποσπώ αυτά τα βρωμερά
φύλλα από το σημειωματάριο ενός κολασμένου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου