Επί
τέσσερα χρόνια, ΝΔ και ΠΑΣΟΚ “ανακαλύπτουν” διαρκώς βολικές δήθεν
“αλήθειες”. Πρόσφατα, “ανακάλυψαν” ότι μερικές χιλιάδες εργαζόμενοι
φορέων του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα είναι “πλαστοί”. Όπως
στο παρελθόν είχαν επίσης “ανακαλύψει” ότι χιλιάδες δημόσιοι υπάλληλοι
είναι “επίορκοι” (κι ας βρέθηκαν μόνο μερικές δεκάδες), ότι οι
μεταφορείς, οι οδηγοί ταξί, οι φαρμακοποιοί, οι δικηγόροι, οι μηχανικοί
είναι “ρετιρέ” (κι ας δυσκολεύονται οι περισσότεροι να επιβιώσουν), ότι
οι σχολικοί φύλακες είναι “άχρηστοι” (κι ας έμειναν τα σχολεία
ανεξέλεγκτα), ότι οι καθαρίστριες του ΥΠΟΙΚ των 500 ευρώ είναι “ακριβές”
(κι ας στοιχίζουν πολλαπλάσια τα ιδιωτικά συνεργεία) κ.ο.κ.
Καθ’ όλη τη σαραντάχρονη κυριαρχία
του δικομματισμού σε κυβερνητικό, αυτοδιοικητικό και συνδικαλιστικό
επίπεδο, η Αυτοδιοίκηση λειτουργούσε σχεδόν αποκλειστικά και αντίθετα σε
κάθε νομιμότητα και λογική με διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου,
ακόμα και για προφανώς πάγιες και διαρκείς ανάγκες. Αυτό
βέβαια ουδόλως εξυπηρετούσε τους εργαζόμενους, που ζούσαν υπό καθεστώς
διαρκούς αβεβαιότητας, ή τις ανάγκες των υπηρεσιών. Οι μόνοι που
κέρδιζαν ήταν οι διάφοροι “κομματάρχες” του τότε δικομματισμού που
κρατούσαν τους εργαζομένους σε μία ιδιότυπη σχέση εξάρτησης. Αντίθετα, η
Αριστερά είχε ως πάγια θέση τις μόνιμες και σταθερές σχέσεις εργασίας.
Ως προς δε την κοινοτική Οδηγία
1999/70, περί των συμβάσεων ορισμένου χρόνου, οι τότε κυβερνήσεις
αποδείχθηκαν απρόθυμες στην εφαρμογή της, προσπαθώντας μάλιστα να
εξαιρέσουν τους ΟΤΑ, στάση που δέχτηκε σφοδρότατη κριτική ακόμα και από
την ίδια την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Μετά λοιπόν από καθυστερήσεις και
παλιννωδίες, εκδόθηκε το περίφημο “διάταγμα Παυλόπουλου” (ΠΔ 164/2004),
που καθόρισε τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία μετατροπής σε αορίστου
χρόνου των συμβάσεων όσων εργαζομένων αποδεικνύονταν ότι κάλυπταν πάγιες
και διαρκείς ανάγκες. Κυρίαρχο
και αποφασιστικό ρόλο στη διαδικασία είχε το ΑΣΕΠ, ως ο αναμφισβήτητος
εγγυητής της διαφάνειας και τις νομιμότητας στις προσλήψεις και τις
υπηρεσιακές μεταβολές, το οποίο παρέλαβε πλήρη φάκελο και έλεγξε
διεξοδικά τη γνησιότητα των στοιχείων και τη συνδρομή των νόμιμων
προϋποθέσεων για τη μετατροπή κάθε σύμβασης ξεχωριστά.
Μια
αλήθεια, που η κυβέρνηση σκοπίμως αποκρύπτει, είναι ότι η επανεξέταση
των παραπάνω συμβάσεων δεν έχει καμία σχέση με τον έλεγχο των πλαστών
πιστοποιητικών. Η διασφάλιση της πληρότητας και της εγκυρότητας του
προσωπικού μητρώου των δημοσίων υπαλλήλων προβλέπεται ήδη από τον Κώδικα
Δημοσίων Υπαλλήλων και το ΠΔ 178/2004 (!), ενώ η
διαδικασία του ελέγχου των πιστοποιητικών έχει ξεκινήσει με εγκύκλιο
του τότε ΥΔΜΗΔ Αντ. Μανιτάκη, ήδη από τον Μάιο του 2013, χωρίς ούτε ο
ΣΥΡΙΖΑ ούτε κανένας άλλος πολιτικός, συνδικαλιστικός ή αυτοδιοικητικός
φορέας να φέρει οποιαδήποτε αντίρρηση. Στο πλαίσιο αυτό, έχουν ήδη
ελεγχθεί ή πρόκειται να ελεγχθούν και όλοι οι συμβασιούχοι. Δεν υπάρχει λοιπόν καμία ανάγκη για τη νέα διαδικασία που επιδιώκει ο κ. Μητσοτάκης.
Η
πραγματικότητα είναι ότι η κυβέρνηση εφηύρε τη διαδικασία “επανελέγχου”
των συμβάσεων, σε αναζήτηση των 6.500 νέων υποψήφιων προς απόλυση, όπως
ακριβώς πριν ένα χρόνο έριξε “μαύρο” στην ΕΡΤ, καταργώντας τη σε μια
νύχτα, γιατί χρειαζόταν άμεσα, βάσει της μνημονιακής στοχοθεσίας, 2.000
υπαλλήλους προς απόλυση. Δεν πρόκειται για έλεγχο νομιμότητας, με
βάση τις προϋποθέσεις που έθετε το “διάταγμα Παυλόπουλου”, αλλά για μία
νέα, σε μηδενική βάση επανεξέταση όλων των συμβάσεων, σύμφωνα με
διαφορετικά κριτήρια, που σχεδιάστηκαν επί τούτου, για να δημιουργήσουν
τον απαιτούμενο από την τρόικα αριθμό απολύσεων.
Ο
καθένας καταλαβαίνει πως το μόνο “πλαστό” στην υπόθεση είναι τα
επιχειρήματα που χωρίς αιδώ και με προφανή σκοπιμότητα μεταχειρίζεται η
κυβέρνηση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου